- εὐαιμοῤῥάγητος
- εὐ-αιμοῤ-ῥάγητος, leicht Blut ergißend, an starkem Blutfluß leidend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευαιμορράγητος — εὐαιμορράγητος, ον (Α) αυτός που παθαίνει εύκολα αιμορραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιμορράγητος (< αιμορραγώ), πρβλ. αν αιμορράγητος, δυσ αιμορράγητος] … Dictionary of Greek
εὐαιμορράγητος — easily bleeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαιμορράγητοι — εὐαιμορράγητος easily bleeding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)